Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βάλσαμος
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
βάλσαμος ο· βάρσαμος.
  • 1) Βαλσαμόδεντρο:
    • εφέρασιν τον βάρσαμον εκ της Αιγύπτου (Διγ. Esc. 1640).
  • 2) (Γενικά) αρωματικό φυτό:
    • Ο βρόμος της, της φυλακής, … ψύγει τους βαρσάμους (Σαχλ., Αφήγ. 458).

[<ουσ. βάλσαμον. Η λ. και ο τ. και σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες