Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βάλκα
8 εγγραφές [1 - 8]
[Λεξικό Κριαρά]
βάλκα η,
βλ. βάρκα.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
Bαλκάνια τα [valkánia] Ο40 : 1. η βαλκανική χερσόνησος: ~ ανήκουν στο νότιο τμήμα της Ευρώπης. 2. το σύνολο των χωρών της βαλκανικής χερσονήσου: Aναδείχτηκε πρωταθλητής Bαλκανίων στο δίσκο. (έκφρ.) εδώ είναι Bαλκάνια, περιοχή πολιτισμικά διαφοροποιημένη και οικονομικά καθυστερημένη σε σχέση με την άλλη Ευρώπη.

[λόγ. < γαλλ. πληθ. (les) Balkan(s) -ια < τουρκ. τοπων. (Koca) Balkan (Koca `μεγάλο΄, balkan `δασωμένο βουνό΄)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βαλκανιάδα η [valkaniáδa] Ο26 : καλλιτεχνικός, αθλητικός και γενικότερα πολιτισμικός θεσμός σε επίπεδο βαλκανικών χωρών: ~ τραγουδιού / ποδοσφαίρου / νέων.

[λόγ. Βαλκάνι(α) -άς > -άδα κατά το ολυμπιάς > ολυμπιάδα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βαλκανικός -ή -ό [valkanikós] Ε1 : 1. που αναφέρεται στα Bαλκάνια ή που σχετίζεται με αυτά: Bαλκανική χερσόνησος / ομοσπονδία. Bαλκανικές χώρες. Bαλκανικοί λαοί / αγώνες. Οι βαλκανικοί πόλεμοι. Bαλκανικό Σύμφωνο / πρωτάθλημα. 2. (ως ουσ.) α. η Bαλκανική, χερσόνησος που βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα της Ευρώπης: Οι λαοί της Bαλκανικής επιθυμούν την ειρήνη και τη συνεργασία. β. οι Bαλκανικοί, αθλητικοί αγώνες που διεξάγονται μεταξύ των βαλκανικών χωρών: Πρωταθλήτρια στους Bαλκανικούς της Σόφιας ανακηρύχτηκε η ελληνική ομά δα. Πότε θα γίνουν οι επόμενοι Bαλκανικοί;

[λόγ. < γαλλ. balkanique < Balkan(s) = Βαλκάν(ια) -ique = -ικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βαλκανιονίκης ο [valkanioníkis] Ο10 θηλ. βαλκανιονίκης [valkanioníkis] : αθλητής που αναδεικνύεται νικητής στους Bαλκανικούς αγώνες: Ο Ρουμάνος αθλητής αναδείχτηκε ~ στη σφαίρα.

[λόγ. Βαλκανι(άς δες Bαλκανιάδα) -ο- + -νίκης· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
Bαλκάνιος ο [valkánios] Ο20 : (συχνά μειωτ.) ο κάτοικος των Bαλκανίων. || (ως επίθ.): Οι Bαλκάνιοι ηγέτες.

[λόγ. Βαλκάν(ια) -ιος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βαλκανολογία η [valkanolojía] Ο25 : επιστήμη που μελετά την ιστορία και τον πολιτισμό των βαλκανικών λαών.

[λόγ. < γερμ. Balkanologie (-logie = -λογία)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βαλκανολόγος ο [valkanolóγos] Ο18 θηλ. βαλκανολόγος [valkanolóγos] Ο35 : επιστήμονας που ασχολείται με τη βαλκανολογία.

[λόγ. βαλκα νο(λογία) -λόγος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες