Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βάκτρο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βάκτρο το [váktro] Ο39 : ράβδος που κινείται παλινδρομικά, βασικό μέρος μηχανής.

[λόγ. < αρχ. βάκτρον `μπαστούνι΄]

[Λεξικό Κριαρά]
Βάκτρος ο.
  • Ο κάτοικος των Βάκτρων:
    • Βάκτρων, Ινδών των έσω (Βίος Αλ. 2971).

[μτγν. εθν. Βάκτρος (DGE)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες