Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: βάκιλος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βάκιλος ο [vákilos] Ο19 : είδος βακτηριδίου: Ο ~ του Kοχ, το μικρόβιο της φυματίωσης.

[λόγ. < γαλλ. bacill(e) -ος < λατ. bacillus ( [bakí-] ) `μπαστουνάκι΄ (baculus `μπαστούνι΄) με τονισμό κατά το λατ. baculus ( [báku-] ) ή κατά το μσν. βάκυλος `μπαστούνι΄ < λατ. baculus]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go