Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βάθεμα το [váθema] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του βαθαίνω: Tο ~ της κοίτης του ποταμού. || (μτφ.): Aγωνίζομαι για το ~ της δημοκρατίας.
[βαθαί(νω) -μα (ορθογρ. απλοπ.)]



