Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βάζο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βάζο το [vázo] Ο39 : α. δοχείο από γυαλί, πηλό, μέταλλο κτλ. ή από πολύτιμες ύλες που χρησιμοποιείται ως ανθοδοχείο ή ως διακοσμητικό: Kινέζικο / αλαβάστρινο ~. Έβαλε τα τριαντάφυλλα στο ~. β. δοχείο, συνήθ. από γυαλί, που χρησιμοποιείται για τη φύλαξη τροφίμων: ~ του γλυκού / του βουτύρου. Aφού κρύωσε το γλυκό του κουταλιού, το τοποθέτησε σε βάζα. βαζάκι το YΠΟKΟΡ.

[ιταλ. vaso]

[Λεξικό Κριαρά]
βάζο το.
  • Κούπα:
    • βάζο χρυσό, γεμάτο … κρασί (Ζήν. Β´ 209).

[<ιταλ. vaso. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες