Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βάγιος
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
βάγιος ο.
  • Αυτός που φροντίζει για την ανατροφή των παιδιών, παιδαγωγός:
    • να σηκώνει βάγιος το βυζα-νάρικο (Πεντ. Αρ. XI 12).

[<ουσ. βάγια (Hesseling, Πεντ., σ. ΧΙΧ). Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες