Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αύριον
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
αύριον, επίρρ.· αύρι· αύριο· της αύριο· της αύριου· της αυρίου.
  • 1) Tην επόμενη ημέρα:
    • (Γαδ. διήγ. 194
    • εκφρ.
      • (1) επί την αύριον, επί της αυρίου, από της αύριου = την επαύριο:
        • (Xρον. Mορ. P 4863), (Χρον. Μορ. H 4669), (Πεντ. Aρ. XXXIII 3
      • (2) με τ’ αύριον, με το σήμερον ή με σήμερον, με αύριον = με καιρό, στο μεταξύ:
        • (Δεφ., Λόγ. 101), (Iστ. Bλαχ. 1187).
  • 2) Προσεχώς, σύντομα:
    • χάρου τον καιρό σου, γιατί αύριον γερανίσκεις (Kυπρ. ερωτ. 9261).

[αρχ. επίρρ. αύριον. O τ. ιο και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go