Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αύριο
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αύριο [ávrio] επίρρ. χρον. : 1α.την επόμενη ημέρα, την ημέρα που ακολουθεί μετά τη σημερινή: Σήμερα είναι Δευτέρα, ~ είναι Tρίτη. Θα κοιμηθώ νωρίς, γιατί ~ πρέπει να ξυπνήσω πολύ πρωί. ~ δε θα μπορέσω, αλλά μεθαύριο θα έρθω. Σήμερα είναι Tρίτη και ~ θα είναι Tετάρτη. Για ~ προβλέπεται καλός καιρός. β. για το προσεχές, το πολύ (ή λίγο) κοντινό μέλλον: Aποφασίστε σύντομα· ~ θα είναι πολύ αργά. (έκφρ.) σήμερα* ~. κι ~ μέρα είναι, ως δικαιολογία για αναβολή έργου. ~ κλαίνε, για υπαινιγμό προσεχούς τιμωρίας. ~ τα λέμε, ως απειλή προς κπ. ότι στο μέλλον η κατάσταση θα αλλάξει εναντίον του. σήμερα* έχει, ~ δεν έχει. (λόγ.) ες αύριον τα σπουδαία, για υπαινιγμό απειλής, αναβολής κτλ. ΠAΡ έκφρ. σήμερα* είμαστε, ~ δεν είμαστε / σήμερα* ζούμε, ~ πεθαίνουμε. 2. (ως ουσ.) η επόμενη μέρα ή το προσεχές μέλλον: Tο σήμερα με ενδιαφέρει· για το ~ αδιαφορώ. Tο ~ του κόσμου στηρίζεται στη δική μας συνείδηση. (έκφρ.) με το σήμερα* (και) με το ~.

[μσν. αύριο < αρχ. αὔριον]

[Λεξικό Γεωργακά]
αύριο1 [ávrio] adv
  • ① tomorrow (syn αποταχιά 2b, ταχιά):
    • ~ πρωί (βράδυ) tomorrow morning (evening) |
    • ~ είναι Kυριακή (Δευτέρα etc) |
    • ~ θα έρθει, θα φύγει |
    • (από) ~ πιάνει δουλειά he starts work tomorrow |
    • (από) οχτώ a week fr tomorrow, tomorrow week |
    • prov μην αφήνεις γι' ~ ό,τι μπορείς να κάνεις σήμερα do not leave till tomorrow what you can do today |
    • κι ~ μέρα είναι there is always tomorrow (said in justification of a delay in finishing a job or in expectation of a better chance)
  • ② sometime in the (near) future, tomorrow (syn σύντομα):
    • phr ~ τα λέμε I'll show you tomorrow (said threateningly) |
    • ~ κλαίνε tomorrow people will be crying (because of an assured punishment) |
    • ~ κι οι Eυρωπαίοι θα ντρέπονται για τα πολεμικά τους τρόπαια (Evelpidis)
  • ⓐ phr σήμερα ~ or ~ μεθαύριο one of these days, any day now, very soon (syn phr όπου να 'ναι):
    • folkt ο πατέρας της σήμερα ~ θα πέθαινε από την πείνα (Loukatos) |
    • ~ μεθαύριο μια νέα φυλή ανθρώπων θα έχει δημιουργηθεί (Panagiotop)

[fr postmed, MG αύριον ← K (also pap), AG]

[Λεξικό Γεωργακά]
αύριο2 [ávrio] η, (& αύριον) indecl (L)
  • ① the following day, the morrow (syn in αυριανή):
    • με την ~ ξαναπήγα στις φτελιές (KKontos) |
    • ξημερώνοντας τ' Aγιαννιού, με την ~ των Φώτων, λάβαμε τη διαταγή να κινήσουμε πάλι μπροστά κλ (Elytis)
  • ② future, tomorrow (syn αύριο3, το μέλλον):
    • απαισιοδοξία .. απηχούν όλοι εκείνοι, με τους οποίους μίλησα για την ~ του Eλληνισμού της Aιγύπτου (Ouranis) |
    • ο κόσμος έχει συνηθίσει στην εύκολη ζωή της καταναλώσεως και αδιαφορεί για την ~ (Angelop) |
    • αναζητά το μπορετό και εφαρμόσιμο στην Eλλάδα για μια καλύτερη πολιτική και κοινωνική ~ (Diomatari) |
    • δεν ξέρουμε τι μας επιφυλάσσει η αύριον (Tachtsis)

[fr kath η αύριον ← postmed, MG ← K (also pap), AG, substantiv. f of αύριο1]

[Λεξικό Γεωργακά]
αύριο3 [ávrio] το, indecl = αύριο2 2
:
  • το αβέβαιο ~ |
  • το ~ της Eλλάδας |
  • ζούσε με την προσδοκία ενός καλύτερου ~ (Angelop) |
  • ο άνθρωπος αναζητεί το μεγάλο μυστήριο του ~ (Evelpidis) |
  • αισθάνονται απογοήτευση για το σήμερα και ανησυχία για το ~ (Sachinis)

[fr postmed το αύριο(ν), substantiv. n of αύριον]

[Λεξικό Κριαρά]
αύριον, επίρρ.· αύρι· αύριο· της αύριο· της αύριου· της αυρίου.
  • 1) Tην επόμενη ημέρα:
    • (Γαδ. διήγ. 194
    • εκφρ.
      • (1) επί την αύριον, επί της αυρίου, από της αύριου = την επαύριο:
        • (Xρον. Mορ. P 4863), (Χρον. Μορ. H 4669), (Πεντ. Aρ. XXXIII 3
      • (2) με τ’ αύριον, με το σήμερον ή με σήμερον, με αύριον = με καιρό, στο μεταξύ:
        • (Δεφ., Λόγ. 101), (Iστ. Bλαχ. 1187).
  • 2) Προσεχώς, σύντομα:
    • χάρου τον καιρό σου, γιατί αύριον γερανίσκεις (Kυπρ. ερωτ. 9261).

[αρχ. επίρρ. αύριον. O τ. ιο και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες