Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αύληση
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αύληση [ávlisi] η, (L)
  • act or process of playing a flute or pipe, flute-playing:
    • ο αυλητής .. φαίνεται σαν να στέκεται, .. αρχίζοντας μόλις την αύλησή του (Karouzou)

[fr kath αύλησις ← K (pap), AG, der of αὐλῶ (-έω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες