Combined Search
| 3 items total [1 - 3] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αύλακας ο [ávlakas] Ο5 & αύλακα η [ávlaka] Ο28 : 1.(λόγ.) το αυλάκι: Aρδευτικός ~. 2. (επιστ.) α. (ανατ.) για όργανο ή για μέρος οργάνου που έχει σχήμα αυλού. || Aύλακες του εγκεφάλου, οι σχισμές στην επιφάνεια του εγκεφάλου οι οποίες τον χωρίζουν σε λοβούς. β. (γεωλ.) ωκεάνια αύλακα, βύθισμα του θαλάσσιου πυθμένα με επίμηκες σχήμα.
[λόγ.: 1: αρχ. αsλαξ ὁ, αιτ. -ακα (πρβ. μσν. αύλακας μεγεθ. του αυλάκι)· 2α: σημδ. γαλλ. sillon· 2β: σημδ. αγγλ. trough· λόγ. < ελνστ. αsλαξ ἡ, αιτ. -ακα]
[Λεξικό Κριαρά]
- αύλακας ο.
-
- 1) Aυλάκι αγρού:
- (Aχέλ. 659).
- 2) (Συνεκδ.) λιμάνι:
- Στον αύλακα τ’ αγιού Γιωργιού τον στόλο ’χαν φερμένον (αυτ. 618).
[<ουσ. αυλάκι + κατάλ. ‑ας· πβ. αρχ. ουσ. αύλαξ. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- 1) Aυλάκι αγρού:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αύλακας [ávlakas] ο,
- ① (irrigation) ditch, trench, channel, stream (syn αυλάκι 3, αυλακιά 3, κανάλι, χαντάκι):
- αρδευτικός ~ |
- σκάψανε αύλακα βαθύ και πλατύ (Vlami) |
- ανοίχθηκε ~, που έφερε το θαλάσσιο νερό μέχρις εκεί (Varelas)
- ⓐ furrow, wrinkle (syn in αύλακα 2):
- βαθύς ~ κάτω από τη μύτη
- ② naut line on water produced by sailing ship (fish etc), wake, track (syn in απονέρι 2):
- ο ~, που άφηνε πίσω του το γρήγορο πλοίο, μεγάλωνε σταθερά (Christovasilis) |
- ήταν σα να 'χαν αφήσει μπροστά μας τον άσπρο τους αύλακα μυστηριώδη καράβια (Ouranis)
[fr αsλαξ (i, (tm)) PatrG]
- ① (irrigation) ditch, trench, channel, stream (syn αυλάκι 3, αυλακιά 3, κανάλι, χαντάκι):



