Combined Search
| 5 items total [1 - 5] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αύλακα [ávlaka] η, (L) (& αύλαξ)
- :
- αύλακες του όπλου |
- πώς να εγγραφούν τέσσερα χωριστά ηχητικά σήματα στην ~ ενός δίσκου, η οποία έχει μόνο δύο πλευρές |
- η σχετικά πλατιά και άβαθη ~ ανεβαίνει σιγά σιγά .. για να σχηματίσει την ελαφρά κυρτή ράχη της πτυχής (Despinis) |
- η αύλαξ των ελίκων συγκεντρώνεται σε ένα φουσκωτόν οφθαλμό (Brouskari)
- ① anthrop furrow, wrinkle (syn αύλακας 1b, αυλακιά 2c, αυλακορυτίδα):
- το βάθος της αύλακας των πτερυγίων της μύτης ακολουθεί σε μεγάλο βαθμό τις διακυμάνσεις του ύψους των πτερυγίων (Poulianos)
- ⓐ anat groove, fissure (near-syn σχισμή):
- αύλακες του εγκεφάλου brain fissures
[fr kath αύλαξ ← MG, PatrG ← K (also pap), AG]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυλακάκι [avlakáci] το,
- small groove or furrow:
- [το φεγγάρι] μπορεί .. νά 'πεφτε στ' ~ ανάμεσα στα στήθια της (Kovvatzis)
[dimin of αυλάκι w. suff - άκι]
- small groove or furrow:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αύλακας ο [ávlakas] Ο5 & αύλακα η [ávlaka] Ο28 : 1.(λόγ.) το αυλάκι: Aρδευτικός ~. 2. (επιστ.) α. (ανατ.) για όργανο ή για μέρος οργάνου που έχει σχήμα αυλού. || Aύλακες του εγκεφάλου, οι σχισμές στην επιφάνεια του εγκεφάλου οι οποίες τον χωρίζουν σε λοβούς. β. (γεωλ.) ωκεάνια αύλακα, βύθισμα του θαλάσσιου πυθμένα με επίμηκες σχήμα.
[λόγ.: 1: αρχ. αsλαξ ὁ, αιτ. -ακα (πρβ. μσν. αύλακας μεγεθ. του αυλάκι)· 2α: σημδ. γαλλ. sillon· 2β: σημδ. αγγλ. trough· λόγ. < ελνστ. αsλαξ ἡ, αιτ. -ακα]
[Λεξικό Κριαρά]
- αύλακας ο.
-
- 1) Aυλάκι αγρού:
- (Aχέλ. 659).
- 2) (Συνεκδ.) λιμάνι:
- Στον αύλακα τ’ αγιού Γιωργιού τον στόλο ’χαν φερμένον (αυτ. 618).
[<ουσ. αυλάκι + κατάλ. ‑ας· πβ. αρχ. ουσ. αύλαξ. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- 1) Aυλάκι αγρού:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αύλακας [ávlakas] ο,
- ① (irrigation) ditch, trench, channel, stream (syn αυλάκι 3, αυλακιά 3, κανάλι, χαντάκι):
- αρδευτικός ~ |
- σκάψανε αύλακα βαθύ και πλατύ (Vlami) |
- ανοίχθηκε ~, που έφερε το θαλάσσιο νερό μέχρις εκεί (Varelas)
- ⓐ furrow, wrinkle (syn in αύλακα 2):
- βαθύς ~ κάτω από τη μύτη
- ② naut line on water produced by sailing ship (fish etc), wake, track (syn in απονέρι 2):
- ο ~, που άφηνε πίσω του το γρήγορο πλοίο, μεγάλωνε σταθερά (Christovasilis) |
- ήταν σα να 'χαν αφήσει μπροστά μας τον άσπρο τους αύλακα μυστηριώδη καράβια (Ouranis)
[fr αsλαξ (i, (tm)) PatrG]
- ① (irrigation) ditch, trench, channel, stream (syn αυλάκι 3, αυλακιά 3, κανάλι, χαντάκι):



