Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αϋλότητα
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αϋλότητα [ailόtita] η, (L) = αϋλοσύνη
:
  • δείχνει την ~ της ψυχής του, την αποστροφή προς το πραγματικό (Papantoniou) |
  • η ανταύγεια αυτή δίνει στα κουπιά .. μια διαφάνεια, μιαν εξαίσια ~ (Ouranis) |
  • ο Παλαμάς υποτάσσει την ιδέα στην πράξη, την ~ στην υλικότητα (Chourmouzios) |
  • είναι ανάγκη οι χριστιανικές μορφές να κατεβούν από το βάθρο της αϋλότητας (Thrylos, adapted)

[fr kath αϋλότης ← PatrG, LK, der of ἄυλος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go