Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αψού
3 items total [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αψού [apsú] : ηχομιμητική λέξη που αποδίδει το χαρακτηριστικό ήχο που προκαλείται από το φτάρνισμα.

[ηχομιμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αψού s. αψιού.
[Λεξικό Γεωργακά]
αψούνιστος s. αψώνιστος.
< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go