Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αψιδόλιθος [apsi∂όliθos] ο, (L) archit
- wedge-shaped stone forming part of an arch, voussoir, arch-stone (syn θολίτης, θολόλιθος)
[fr kath (neol) αψιδόλιθος, cpd of αψίς & λίθος]



