Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αψιδόλιθος
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αψιδόλιθος [apsi∂όliθos] ο, (L) archit
  • wedge-shaped stone forming part of an arch, voussoir, arch-stone (syn θολίτης, θολόλιθος)

[fr kath (neol) αψιδόλιθος, cpd of αψίς & λίθος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες