Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αψηλου
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αψήλου [apsílu] επίρρ. : (λαϊκότρ., λογοτ.) στην έκφραση τ΄ ~, ψηλά: Nα ΄μουν πουλί να πέταγα, να πήγαινα τ΄ ~.

[αψηλ(ός) -ου αναλ. προς επιρρ. σε -ου: απάνου]

[Λεξικό Γεωργακά]
αψήλου τ' s. του ψήλου.
< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go