Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αψεγάδιαστα [apseγá∂jasta] adv
- faultlessly, impeccably (syn άψογα):
- το κασκέτο του είναι πάντα ~άσπρο (Myriv) |
- το κορμί του .. του επιτρέπει να χορεύει ~ (Karagatsis) |
- ~ χτενισμένα και μπριγιαντισμένα μαλλιά (Melas)
[der of αψεγάδιαστος]
- faultlessly, impeccably (syn άψογα):



