Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αψαλίδιστος -η -ο [apsalíδistos] Ε5 : που δεν τον έχουν ψαλιδίσει, που δεν είναι ψαλιδισμένος. 1. που δεν του έκοψαν τις άκρες με ψαλίδι: Aψαλίδιστο μουστάκι. 2. (μτφ., προφ.) α. για χρηματικό ποσό το οποίο χορηγήθηκε χωρίς περικοπές: Aψαλίδιστοι μισθοί. β. για κείμενο, φιλμ κτλ. στο οποίο δεν έχει επέμβει η λογοκρισία.
[α- 1 ψαλιδισ- (ψαλιδίζω) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αψαλίδιστος, -η, -ο [apsalí∂istos]
- ① not cut w. scissors, unclipped (ant ψαλιδισμένος, ψαλιδιστός):
- αψαλίδιστο ύφασμα, χαρτί |
- το μουστάκι του έπεφτε κάτασπρο, άταχτο κι αψαλίδιστο (Tsirkas) |
- poem .. ξεδίψασαν | τα φρυγμένα χείλη της προσδοκίας, | τ' αψαλίδιστα φτερά του ονείρου (Koutsocheras)
- ② fig not cut down, not reduced, untrimmed:
- αψαλίδιστοι μισθοί |
- αψαλίδιστα έξοδα
[cpd w. ψαλιδιστός (: ψαλιδίζω)]
- ① not cut w. scissors, unclipped (ant ψαλιδισμένος, ψαλιδιστός):



