Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αψίκορος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αψίκορος -η -ο [apsíkoros] Ε5 : (λαϊκότρ.) ευέξαπτος, οξύθυμος.

[αρχ. ἁψίκορος `που σιχαίνεται γρήγορα΄]

[Λεξικό Γεωργακά]
αψίκορος, -η, -ο [apsíkoros] (L)
  • quickly sated or tired, changeable, fickle (near-syn ασταθής 2, αψίθυμος 2, ευμετάβλητος):
    • είμαστε λαός ~κι ευκολομετάβλητος, ενθουσιαζόμαστε σήμερα, για ν' αποθαρρευτούμε αύριο (ChZalokostas) |
    • είναι οι πιο αψίκοροι· λακίζουν στην πρώτη ευκαιρία (Terzakis) |
    • δούλευε .. ανάλογα .. με το κέφι του, που ήταν ορμητικό και αψίκορο (Theotokas) |
    • σύμβολο .. του αψίκορου και προχειρόλογου χαρακτήρα της ρωμαίικης ράτσας (Floros)

[fr kath αψίκορος ← K, AG (Plato, Aristotle etc), cpd of combin for ἁψί- & κόρος 'satiety, surfeit'; cf ἄκορος (Pindar), διάκορος (Herodot.), κατά- (Polyb.), Ξπέρ- (Ptol. Euerg. +), ἀπιστό- & ἀπληστό- (Orac. Sibyll.), τραπεζόκορος (Ps.-Phocyl. 91)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες