Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αψίδωση [apsí∂osi] η, (L)
- act or state of forming an arch, arching
[fr kath αψίδωσις ← (12th c.) αψίδωσις: και αι καμάραι, ως υπογράψασαι την ουρανίαν αψίδωσιν, εις ην διά του μαρτυρίου ανέδραμεν (Eustathios, Opuscula, 180, 50)]



