Combined Search
| 3 items total [1 - 3] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αψήφιστα [apsífista] επίρρ. : στην έκφραση παίρνω κτ. ~, χωρίς να δώσω ιδιαίτερη προσοχή ή χωρίς να το σκεφτώ σοβαρά: Tο πήρε ~, δεν το θεώρησε σπουδαίο ή δεν το υπολόγισε σωστά.
[< αψήφιστ(ος) στη (λαϊκή) σημ.: `ανάξιος προσοχής΄ (σύγκρ. αψηφώ) επίρρ. -α]
[Λεξικό Κριαρά]
- αψήφιστα, επίρρ.· ανεψήφιστα.
-
- 1) Aδιάφορα και περιφρονητικά:
- αψήφιστα ως γερόντισσας δε θε να μου το πούσι (Pοδολ. E´ 324).
- 2) Δίχως σκέψη και υπολογισμό, αδίσταχτα:
- το σκήπτρο του ανεψήφιστα … έριξε (αυτ. A´ 551).
[<επίθ. αψήφιστος. H λ. και σήμ.]
- 1) Aδιάφορα και περιφρονητικά:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αψήφιστα [apsífista] adv
- ① thoughtlessly, heedlessly, imprudently (syn in απερίσκεπτα):
- ~κατά τη συνήθειά της .. το πέταξε [το γράμμα] στο συρτάρι της (Xenop) |
- η κυβέρνηση .. ενέργησε ~ και χωρίς μεγάλη πολιτικότητα (Christidis)
- ⓐ disinterestedly, indifferently (syn αδιάφορα):
- στην αρχή άκουγε ~το ρήτορα (Myriv)
- ② in a carefree manner, unconcernedly, lightly (near-syn ελαφριά):
- phr το παίρνω ~take the situation lightly |
- το ατύχημα εκείνο, που ο πατέρας μου μας έκανε να το πάρουμε ~, ήταν γι' αυτόν ένα πλήγμα (Xenop) |
- μερικοί προσπαθούν να γελάσουν, να την πάρουν ~ την υπόθεση (Panagiotop)
- ⓑ disregarding danger (difficulties etc), fearlessly, recklessly (near-syn άφοβα 1):
- παίζουν ~και τη δική τους ζωή και των άλλων (Kazantz) |
- τον κοίταζε μες στα μάτια ~ και του γύρισε το λόγο (Prevelakis) |
- δρασκελούσαν ~ μέσα σε κείνο τον κλίβανο από τις λάμψεις και τις εκρήξεις (TAthanasiadis) |
- ~, παλληκαρήσια .. βάζει το χέρι στο ζουνάρι και τραβά το περίστροφο (DOikonomidis) |
- poem η δόξα είναι το μέγα έλατο, που στέκει | και ~καλεί το αστροπελέκι (Palam)
- ③ without due regard, disdainfully, irreverently, scornfully (syn περιφρονητικά):
- του μιλούσε ~, με αναίδια (Xenop) |
- poem κι οι μεθυσμένοι αρχόντοι ~τον κρουφοπεργελούσαν (Kazantz Od 8.255)
[der of αψήφιστος]
- ① thoughtlessly, heedlessly, imprudently (syn in απερίσκεπτα):



