Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αχυρόστρωμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αχυρόστρωμα [açiróstroma] το, (& αχερόστρωμα)
  • straw mattress, palliasse:
    • έπεσε .. επάνω στο μαλακόν ~ και αμέσως αποκοιμήθηκε (Karkavitsas) |
    • ένα ξυλοκρέβατο σε μια γωνιά· απάνω του το ~ και δυο ρουχαλάκια (Sardelis) |
    • ήταν ένα παλιό σιδερένιο κρεβάτι .. με την κουρελού .. αναδιπλωμένη στο ~ (Grigoris)

[cpd w. στρώμα; cf ασφαλτόστρωμα, λιθό-, οδό-, πλακό-, χαλικό-, χορτόστρωμα etc]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες