Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αχυρόστρωμα [açiróstroma] το, (& αχερόστρωμα)
- straw mattress, palliasse:
- έπεσε .. επάνω στο μαλακόν ~ και αμέσως αποκοιμήθηκε (Karkavitsas) |
- ένα ξυλοκρέβατο σε μια γωνιά· απάνω του το ~ και δυο ρουχαλάκια (Sardelis) |
- ήταν ένα παλιό σιδερένιο κρεβάτι .. με την κουρελού .. αναδιπλωμένη στο ~ (Grigoris)
[cpd w. στρώμα; cf ασφαλτόστρωμα, λιθό-, οδό-, πλακό-, χαλικό-, χορτόστρωμα etc]
- straw mattress, palliasse:



