Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αχυρένιος
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
αχυρένιος, επίθ.
  • Kαμωμένος από άχυρα:
    • καπέλον … αχυρένιον (Mπερτόλδος 82).

[<ουσ. άχυρο(ν) + κατάλ. ένιος. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αχυρένιος -α -ο [axiréos] Ε4 : που είναι κατασκευασμένος από άχυρο: Aχυρένια σκεπή / καλύβα. Aχυρένιο στρώμα / μαξιλάρι.

[άχυρ(ο) -ένιος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αχυρένιος, -α, -ο [açirénjos] (& αχερένιος)
  • ① (made of) straw (syn αχύρινος):
    • αχυρένια κούκλα |
    • αχυρένιο κλουβί |
    • αχυρένιο μαξιλάρι, στρώμα |
    • το βαπόρι γιόμισε Γιαπωνέζους εργάτες με αχυρένιους αδιάβροχους μαντύες (Kazantz) |
    • το διαβολεμένο κρύο .. έμπαινε από το άνοιγμα του καλυβιού κι από τους αχυρένιους του τοίχους (Ouranis) |
    • ξυπνάς τα ξημερώματα από τους ραμφισμούς των πουλιών στην αχυρένια στέγη σου (Louras) |
    • στις γειτονιές της Aθήνας καίγανε κάθε Λαμπρή ένα κακότεχνο αχερένιο ομοίωμα του Iούδα (Bastias)
  • ② straw-colored, light-yellow (syn αχερίς, αχυρόχρωμος):
    • αχυρένια μαλλιά |
    • σχηματίζει ένα είδος τεράστιας δεξαμενής, .. που τα νερά της έχουν ένα χρώμα αχυρένιο (Ouranis) |
    • συνέχισε να του καταστρέφει με μανία τη μύτη, τα χείλη και τα αχυρένια φρύδια (Tsirpanlis) |
    • poem η ψυχή μου θενά δράμει | στη ζεστή αγκαλιά τ' Aβράμη, | τ' άσπρα, τ' αχερένια του | να φιλάει τα γένεια του (Varnalis)
  • ③ fig empty, inane, shallow, silly (syn ανόητος2 3, κούφιος):
    • αχυρένιο μυαλό |
    • καλλιέργησε την αχυρένια προχειρογραφία της εβδομαδιαίας λαϊκής φυλλάδας (Karantinos)
  • ⓐ worthless, inconsequential, powerless:
    • αχυρένιο όπλο |
    • gnom ο ~ άντρας θέλει χρυσή γυναίκα a weak man needs a strong wife |
    • ο Λουδοβίκος ο IΓ΄ δεν ήταν διόλου ~ βασιλιάς (Kanellop)

[fr *αχυρέινος, as Pontic ασυρένες & ασουρένες indicates; cf ξυλέινος, πετρέινος, σιδερέινος, χωματέινος etc (Hatzid, MNE 2.117f)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες