Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αχτίδα
3 items total [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αχτίδα η [axtíδa] Ο26 : I.(λογοτ.) ακτίνα: Οι αχτίδες του ήλιου. Mια ~ ελπίδας. II. περιφερειακή οργάνωση του κομμουνιστικού κόμματος: Επιτροπή / γραφεία / συνεδρίαση της αχτίδας.

[μσν. *αχτίδα (στη σημ. I) < ακτίδα με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] < ακτ(ίνα) μεταπλ. -ίδα]

[Λεξικό Γεωργακά]
αχτίδα1 s. also ακτίνα.
[Λεξικό Γεωργακά]
αχτίδα2 [axtí∂a] η,
  • ① line of light, ray, beam, streak (syn ακτίνα 1, αχτιδιά 1):
    • αχνή, θαμπή, λαμπρή, φωτεινή, χλωμή ~ |
    • ~ ανοιξιάτικη, πρωινή |
    • ~ του αστεριού, του φεγγαριού, της χαραυγής |
    • ~ του ήλιου (syn ηλιαχτίδα) |
    • λίγες αχτίδες έμπαιναν στην κάμαρα από το παράθυρο (Xenop) |
    • σβήνει τη λάμπα, για να μη φανεί η παραμικρή ~ φως από το παράθυρο (AVlachos) |
    • τα εικονίσματα δεν τα ζωντάνεψε ποτέ ~ ημέρας (Terzakis) |
    • poem κι αχτίδες τα χαϊδεύουνε χρυσές στο πέρασμά τους (Karyotakis)
  • ⓐ sparkle or glitter emitted as if in the form of rays, radiance:
    • folkt λάμπ' η ομορφιά της κι από τις αχτίδες της σκιάζονται τ' άλογα (Loukatos) |
    • poem .. αχτίδες μέσ' από τα μάτια σου | τινάχτηκαν μες στο σκοτάδι (Skipis) |
    • κι έναν αιώνα ίσως δεν είδα, | μητέρα, την ολόθερμη | του μέτωπού σου ~ (id.) |
    • ω λόγχη, αστραφτερή απ' ατσάλι ~ (Barlas)
  • ② fig sth enlightening or illuminating, moral or intellectual light, ray:
    • ~ αρμονίας, δόξας |
    • [το βιβλίο] μού σκόρπισε στο νου τις πρώτες αχτίδες (Palam) |
    • από την αντιπαράθεσή τους μπορεί κάτι να βγει, ένα φως, μια ~ αλήθειας (Terzakis) |
    • οι πρώτες αμφίβολες αχτίδες της συνείδησης .. πέφτουν επάνω στη ζωή (Chatzikostas) |
    • poem .. αφώτιστοι απ' της τέχνης την ~ (Mavilis)
  • ⓑ trace of positive, beneficial, or encouraging presence, gleam, glimmer, ray (syn ακτίνα 1d, αχτιδιά 2):
    • ο M. ήταν η μόνη ~ στη θλιμμένη ελαφρότητα του έργου, ο μόνος ανασασμός (Athanasiadis-N) |
    • μια ~ ελπίδας άστραψε στα μάτια της (Bastias) |
    • υπάρχει κάποια ~ σωτηρίας (Tatakis)
  • ③ polit unit in the hierarchy of the communist party above the cell and below the municipal or regional committee:
    • οργανώνοντας τα κόμματά τους κατά αχτίδες .. και μιμούμενοι εξωτερικά την κομμουνιστική μηχανή λησμονούν .. την εκμετάλλευση της δυστυχίας (Tsatsos) [fr postmed ακτίδα, der of (AG [+] àκτίς gen àκτÖνος) fr ακτίνα f 'ray' (Chrys. ante exil. 1.3

[Migne 3.417C]) w. interference of nouns in -ίδα such as ἁψῖδα (gen -ῖδος), ἐλπίδα (ἐλπίς 'hope'), ἀκρίδα (ἀκρίς 'locust' Hom.), πικρίδα (πικρίς 'a certain bitter herb'), and so also ἀχτίδα (for ἀκτῖνα), (tm)λιαχτίδα etc; thus ακτίνα dial. in Nisyros &]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go