Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αχτένιστος -η -ο [axténistos] Ε5 : 1.που δεν τον χτένισαν, που δεν έχει χτενιστεί, που δεν είναι χτενισμένος: Aχτένιστα μαλλιά / γένια. Έφυγε βιαστικά άπλυτος κι ~. 2. (μτφ., προφ.) για κείμενο στο οποίο δεν έχει γίνει η τελική, λεπτομερής γλωσσική επεξεργασία· αδούλευτος, ανεπεξέργαστος: Aχτένιστο γραπτό.
αχτένιστα ΕΠIΡΡ. [αρχ. ἀκτένιστος με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αχτένιστος, -η, -ο [axténistos] (also αχτένιγος & L ακτένιστος)
- ① uncombed, unkempt, disheveled (syn αξάγκλυστος 2, ξεχτένιστος, ant χτενισμένος):
- αχτένιστη κόμη |
- αχτένιστο κεφάλι |
- αχτένιστα μαλλιά |
- καθόταν στο γραφείο ~, άνιφτος μιαν ολόκληρη βδομάδα (Petsalis) |
- τ' αχτένιστο μούτρο του ούτε καθόλου σηκώθηκε, για να κοιτάξει τον καινουργιοφερμένο (Plaskovitis) |
- πυκνά κατάμαυρα φρύδια .. έπεφταν αχτένιστα πάνω στα βλέφαρα (KPapa) |
- και η κομψότερη ακόμη γυναίκα του κόσμου δεν μπορεί .. να κάνει εντύπωση, όταν είναι ακτένιστη ή αμακιγιάριστη (GLadas)
- ② fig unpolished, unfinished, unrefined, rough (near -syn ακαλλιέργητος 3, ανεπεξέργαστος b, αφρόντιστος 2b):
- το αφελές και αχτένιστο τραγούδι αυτό ανοίγει τώρα συχνά τα χείλη μου (Palam) [fr postmed (Somavera) ακτένιστος ← MG (CGL) ← K (schol. A.R. 1.60), 'uncombed' (Soph) AG, cpd w. (Symmachus
[2nd-3rd c. AD], Const. Porphyrog.) κτενιστός (: κτενίζω); cf δυσκολοχτένιστος, εὐκολο-, κακο-, καλο- etc]
- ① uncombed, unkempt, disheveled (syn αξάγκλυστος 2, ξεχτένιστος, ant χτενισμένος):



