Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αχρόνιστος
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
αχρόνιστος, επίθ.
  • Που μακάρι να πεθάνει πριν περάσει ο χρόνος:
    • της νεότης τες τρομάρες έφαγεν ο αχρόνιστος (Περί γέρ. 132).

[<στερ. α‑ + χρονίζω. H λ. στο Somav. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αχρόνιστος -η -ο [axrónistos] Ε5 : που δεν έχει χρονίσει. α. που δεν έχει συμπληρώσει ηλικία ενός χρόνου: Tο μωρό είναι αχρόνιστο. β. που δεν έχει συμπληρωθεί ακόμα ένας χρόνος αφότου συνέβη κτ.: ~ ακόμα ο μακαρίτης κι αυτή χορεύει αδιάντροπα.

[μσν. αχρόνιστος < α- 1 χρονισ- (χρονίζω) -τος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αχρόνιστος, -η, -ο [axrόnistos]
  • ① = αχρόνιαστος 1:
    • ~ |
    • είναι ακόμη αχρόνιστο το παιδί
  • ② = αχρόνιαστος 2

[fr postmed (Somavera), MG αχρόνιστος, cpd w. χρονιστός 'tarrying, tardy' (Orac. apud Aelianum, Varia historia 3.43) (: χρονίζω); cf ασυγχρόνιστος. ανεκσυγχρόνιστος, and der (Koumanoudis: 1845 etc) συγχρονιστι-ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες