Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αχρωμία
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αχρωμία η [axromía] Ο25 : η ιδιότητα του άχρωμου. || (ιατρ.) δερματική ~.

[λόγ. < νλατ. achromia < a- = α- 1 + αρχ. χρῶμ(α) -ia = -ία (διαφ. το μσν. αχρωμία `ξεδιαντροπιά΄, δες στο άχρωμος)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αχρωμία [axromía] η, (L) (& D αχρωμιά)
  • ① lack of color or of variety of colors, colorlessness:
    • για τον κλασικιστή, τέχνη ήταν ο αυστηρός ρυθμός κι η ~ των συνθέσεων του Eγκρ (Papantoniou)
  • ⓐ med lack of normal skin pigmentation, achromia
  • ② fig lack of feeling or excitement, plainness, neutrality:
    • μεταχειρίζεται .. τη μεταφορά, για να πει εκείνο που η έννοια στην αφηρημένη της ψύχρα κι αχρωμιά δεν μπορεί να το εκφράσει (Theodoridis)

[fr kath αχρωμία ← eccl αχρωμία ← MG (CGL), der of άχρωμος; cf ευχρωμία, δι-, λιθο-, μονο-, πολυ-, τρι-, τετραχρωμία etc]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go