Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αχρωμάτιστα [axromátista] adv
- without adding feeling or excitement, colorless (syn άχρωμα):
- απαγγέλλει λακωνικά και ~
[der of αχρωμάτιστος]
- without adding feeling or excitement, colorless (syn άχρωμα):



