Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αχρονολόγητα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αχρονολόγητα [axronolόyita] adv (L)
  • without date:
    • σε μερικές εικόνες αναφέρεται ~ το όνομα του αγιογράφου (Vasileiou)

[der of αχρονολόγητος; cf kath adv αχρονολογήτως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες