Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αχρηστία
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αχρηστία η [axristía] Ο25 : η ιδιότητα του άχρηστου. (έκφρ.) πέφτει κτ. σε ~, δε χρησιμοποιείται ή δεν εφαρμόζεται πια: Ο νόμος αυτός έπεσε σε ~, έμεινε ανεφάρμοστος.

[λόγ. < αρχ. ἀχρηστία]

[Λεξικό Γεωργακά]
αχρηστία [axristía] η, (L)
  • ① lack of use, disuse, desuetude (syn αχρησία 1):
    • έπεσε, περιήλθε σε ~ |
    • οι μεγάλες πόρτες τους είχαν βαριά ρόπτρα σκουριασμένα από την ~ (Ouranis) |
    • παλιώνουν από την ~ τα όπλα (Papanoutsos) |
    • η Nέα Σχολή έριξε σ' ~ το θησαυρό της δημοτικής (Valetas) |
    • η φωνή του ήταν λίγο βραχνή απ' την πολλή ~ (Tsitseli)
  • ② state or quality of being of no use, uselessness, ineffectuality (ant χρησιμότητα):
    • οι γυναίκες, μην έχοντας να κάνουν τίποτα, είναι σαν εξουθενωμένες από τη συναίσθηση της αχρηστίας τους (Ouranis) |
    • πιστεύουν στην ~ |
    • η Eπιτροπή των Δικαιωμάτων του Aνθρώπου πρόκειται απλώς να διαπιστώνει τη δική της ~ |
    • θεωρείται .. ως υποτιμητικό της φιλοσοφίας κι ως απόδειξη της αχρηστίας της (Lambridi)

[fr kath αχρηστία ← ByzG (4th c.) ← AG, der of ἄχρηστος; cf dial ModG & postmed (Somavera) αχρηστιά; cf δυσ-, ευ-, πολυχρηστία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες