Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αχρησία η [axrisía] Ο25 : η μη χρησιμοποίηση ενός πράγματος.
[λόγ. < ελνστ. ἀχρησία]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αχρησία [axrisía] η, (L)
- ① lack of use, disuse, desuetude (syn αχρησία 1, ant ρήση):
- ~ |
- η ~ φθείρει το ταλέντο (Athanasiadis-N) |
- πασπάτευαν την κλειδαριά, που είχε σκουριάσει από την ~ (Tsirkas) |
- ολόκληρη σειρά υβριστικών επιθέτων, που τα έλεγαν προ ολίγων δεκαετιών, ήδη ετέθησαν σε ~ (IPetrop)
- ② law failure to exercise one's right over a period of time:
- η δουλεία σβήνει με εικοσάχρονη ~
[fr kath αχρησία ← K (Anon. in Rhetores Graeci 17.37; Basilicae), this fr priv. pref ἀ- & *-χρησία; the nouns in -σία are use cpds and are inexplicable as extensions of nouns in -σις, but were originally adjs in -σιος, -σία, -σιον (ἀκοινωνησία, ἀμνησία]
- ① lack of use, disuse, desuetude (syn αχρησία 1, ant ρήση):



