Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αχρηματία [axrimatía] η, (L)
- lack of money, pennilessness, penury (syn in αδεκαρία):
- μας δίνει ενδιαφέρουσες πληροφορίες .. για την ~
[fr kath αχρηματία ← K, AG 'want of money', der of ἀχρήματος w. suff -ία]
- lack of money, pennilessness, penury (syn in αδεκαρία):



