Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αχρειολογώ [axrioloγό] αχρειολογεί,
- se obscene or smutty language, talk bawdily, tell obscenities, be foul-mouthed (syn αισχρολογώ, ασεμνολογώ, ασχημολογώ, L βωμολοχώ, χυδαιολογώ):
- πού έμαθε να αχρειολογεί έτσι; [fr kath (neol |
- Koumanoudis
[1837]) αχρειολογώ, der of αχρειολόγος]
- se obscene or smutty language, talk bawdily, tell obscenities, be foul-mouthed (syn αισχρολογώ, ασεμνολογώ, ασχημολογώ, L βωμολοχώ, χυδαιολογώ):



