Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αχρειολογία
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αχρειολογία [axrioloyía] η,
  • ① use of obscene or salacious talk or language, use of obscenities (syn βωμολοχία, χυδαιολογία)
  • ② obscene or salacious talk or language, obscenities (syn in άχρεια 1) [fr kath (neol:
    • Koumanoudis

[1761, 1889 etc]) αχρειολογίαι, der of kath αχρειολόγος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες