Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αχρέωτος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αχρέωτος -η -ο [axréotos] Ε5 : που δεν έχει χρεωθεί, που δεν τον έχουν χρεώσει, που δεν είναι χρεωμένος. 1. για κπ. που δε χρωστάει χρήματα. 2. (λογιστ.) για ποσό κτλ. που δεν το σημείωσαν στη χρεωστική στήλη: Aχρέωτα εμπορεύματα. || για ακίνητο, που δεν το έχουν υποθηκεύσει: Aχρέωτο σπίτι / χωράφι.

[λόγ. α- 1 χρεω- (δες χρεώνω) -τος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αχρέωτος, -η, -ο [axréotos]
  • ① not owing, not in debt (syn άχρεος 1, ant χρεωμένος):
    • ~ έμπορος |
    • gnom μονάχα ο ~ είν' αλήθεια νοικοκύρης (Dimitrakos)
  • ⓐ free fr lien, mortgage, or debt, unencumbered (syn άχρεος 2):
    • αχρέωτο αμπέλι, σπίτι, χτήμα
  • ② commerce not charged to the debit of, not debited (ant χρεωμένος)

[cpd w. *χρεωτός (: χρεώνω; MG χρεωμένος Assizes); cf ξεχρέωτος, αξεχρέωτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες