Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αχολόι [axolόi] το,
- ① loud noise, din (syn in αχή):
- γιορτινό ~ |
- ανεβήκανε φωνές από τη στεριά κι ανακατώθηκαν με της κουβέρτας το ~ (Petsalis) |
- poem αν μακριά απ' του Δία τις μπόρες | .. | τραγουδήσαμε, θ' ακούσεις | τώρα πιο τρανό ~ (Stavrou Ar)
- ② continuous confused or blurred sound, hubbub, murmur, buzz, roar (syn in αχολογή):
- poem .. απάντεχαν ν' ακούσουν | το μακρινό που 'καναν οι γραφές μυριόκλωστο ~ (Kazantz Od 10.1118) |
- .. θα ξυπνάνε τα κοπάδια, | το απόμακρο θ' ακούγεται ~ (Zevgoli) |
- ήταν ανάγκη .. να γυρίσουνε στο μόνο ~ που ξέραμε, στο αργό και στο βαρύ των κανονιών (Elytis)
[der of αχολογώ]
- ① loud noise, din (syn in αχή):



