Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αχολογώ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αχολογώ [axoloγó] & -άω Ρ10.1α : (λαϊκότρ., λογοτ.) αντιλαλώ, αντηχώ, για ήχους δυνατούς και παρατεταμένους: Aχολογάει ο κάμπος από τα τραγούδια / το παζάρι από τις φωνές. Aχολογούσαν οι λαγκαδιές από το τουφεκίδι. || Aχολογάει το κύμα. Aχολογά η καμπάνα. Aχολογούν τα κουδούνια / οι φλογέρες.

[αχ(ός) -ο- + -λογώ]

[Λεξικό Γεωργακά]
αχολογώ [axoloγό] (& ηχολογώ Solom, Palam, Mavilis, Tertsetis,Karkavitsas etc) αχολογεί (& αχολογάει), ipf αχολογούσα (3sg αχολογούσε, αχολόγα, αχολόγαγε & αχολόγαε), aor αχολό(γ)ησα (subj αχολογήσω), mi αχολογιέμαι, ipf αχολογιόμουν
  • Ⓐ intr
  • ① produce a sound or noise, resound, sound, din (syn ηχώ):
    • όπου ήταν βουβαμάρα και τρομάρα, τώρα σκάζουνε γελάκια κι αχολογούνε όργανα (Petsalis) |
    • οι σάλπιγγες αχολογούν, τοξεύουν τον μπρούντζινο αχό τους (id.) |
    • κοπάδια από γιδοπρόβατα, που βόσκουν και αχολογούν τα κουδούνια τους (Zappas) |
    • αχολογάει το πανηγύρι, χτυπούν καμπάνες .., σειέται το χοροστάσι (Prevelakis) |
    • poem θέλω ν' ακούσω τις καμπάνες του χωριού | ν' αχολογούν λαμπριάτικα (Pyliotis)
  • ⓐ produce a continuous confused or blurred sound, murmur, hum, buzz, roar (syn βουίζω):
    • αχολογούν τα κύματα |
    • ακούω τη θάλασσα δυνατότερα να ηχολογά απ' έξω (Palam) |
    • ο κάμπος ερημώνεται και τα χωριά .. αχολογούν, για λίγο και κείνα (Panagiotop) |
    • στην πλατεία αχολογούσε η εκκλησία του δήμου σα φουσκωμένη θάλασσα (Lamprou) |
    • poem το ψηλό δέντρ' ολόκληρο κι ηχολογά κι αστράφτει | μ' όλους της τέχνης τους ηχούς κλ (Solom) |
    • ρέμα, που αχολογάς και πας | που φλόγες και καρπούς σκορπάς (Malakasis)
  • ⓑ clatter, rattle, clang (near-syn βροντώ):
    • λαγοκοιμόμουνα περιμένοντας ν' ακούσω τα σιδερικά τους ν' αχολογούνε στον γυρισμό (Myriv) |
    • οι αλυσίδες .. αχολογούσαν απάνου στα μουσκεμένα πλακόστρωτα (Panagiotop) |
    • τα βράχια .. κάνανε τόπο στον γιαλό ν' απλώσει τα χοντροχάλικά του, που ηχολογάνε θρηνητικά (Segditsas) |
    • αχολογoύσανε αχνά φλουρί πλάι σε φλουρί, βραχιόλι πάνω σε βραχιόλι (KPolitis) |
    • poem παίρνει εν' απίδρομο κι ορμά και μ' όλα τ' άρματά του | π' αχολογούν επάνω του, τον τράφο δρασκελίζει (Gryparis) |
    • τοκ, τοκ, γοργή η σαΐτα στο ξυλόχτενο | κι αχολογάει και τρίζει ο αργαλειός (Skipis)
  • ② be filled w. sound, resound, ring, echo (syn αντηχώ, αχοβολώ, βουίζω):
    • αχολογάει ο δρόμος, η ρεματιά, το σπίτι |
    • ο τεράστιος ναός αχολογούσε στην πρωινή λειτουργία (Kazantz) |
    • από το τουφεκίδι αχολόγησε το βαθύ φαράγγι (Vlahogiannis) |
    • το στεναδάκι .. αχολόγησε από ένα σωρό βλαστήμιες και ξεφωνητά (Panagiotop) |
    • σηκώθηκε μια τρομερή βροντή, που έκανε ουρανό και κάμπο ν' αχολογήσουν (Chourmouziadis) |
    • poem αναταράζονται οι ερμιές, αχολογούν τ' αμπέλια (Krystallis) |
    • .. κι αχολόγαγε η Πίνδος, | σα να 'χε ο Διόνυσος γιορτή κλ (Vrettakos)
  • ③ sound sonorously or resonantly, fill the air, resound, ring (out) (syn αντιλαλώ A2):
    • αχολογούν αλαλαγμοί, γέλια, στριγγλιές |
    • χαλάζι έπεσαν οι πέτρες επάνω του και άγριες φωνές ηχολόγησαν (Karkavitsas) |
    • μέσα του αχολογούσαν όλες οι χαρές, όλα τα γέλια κι η ευτυχία του κόσμου (Chourmouziadis) |
    • ψηλή κραυγή αχολόησε στο φαράγγι (Plaskovitis) |
    • poem παντού της Kρήτης τ' όνομα περίφημο ηχολόγα (Markoras) |
    • της λευτεριάς και της αγάπης (να 'ρθε η ώρα;) | αχολογούν μηνύματα, φαντάζουν δώρα (Athanas) |
    • .. πόσο μουσικά στ' αφτιά μας αχολόγαε | της νιότης το τρελό, άρρυθμο τραγούδι (Zevgoli)
  • ⓒ he heard as if coming fr a distance, sound muffled or blurred, hum:
    • αχολογούν ανάσες, βήματα, μπουμπουνητά, ντουφεκιές, ροχαλητά |
    • σιγολαλούν οι ξένοι κι αχολογεί έτσι ένα μαλακό βουητό (Petsalis) |
    • απόμακρος αντίλαλος αχολόγησε η θλιβερή φωνή του γκιόνη (id.) |
    • πόνοι θαμμένοι και παράπονα κρυμμένα αχολογούσανε τώρα στους καφενέδες (Katiforis) |
    • αχολογάει ο θρήνος της φυλής για το μεγάλο χαμό (Sardelis)
  • ④ mi αχολογιέμαι lament, moan, wail (syn αναστενάζω a, θρηνώ, L οδύρομαι):
    • άρχισαν τότες να θρηνούν οι γυναίκες .. και ν' αχολογιούνται οι γέροι (Panagiotop) |
    • ο χανιτζής αχολογιόταν και πρόσμενε καινούργιο κακό να ξεσπάσει (id.)
  • Ⓑ trans
  • ⑤ repeat a sound, echo, reecho (syn αντιλαλώ B1):
    • το τραγούδι μου ηχολογά τους ύμνους θεών και ηρώων (Palam) |
    • τα τζαμιά θα αχολογήσουν τη χριστιανική, την εθνική μας λειτουργία (Karkavitsas) |
    • ήθελε .. ν' αχολοήσουν αντίλαλα οι βράχοι και τα νερά, να γιομίσει ο τόπος κλαγγή (Myriv) |
    • poem τον θεόν ευχαριστούσε | στου πελάου τη λύσσα εμπρός | και τα λόγια ηχολογούσε | αναρίθμητος λαός (Solom) |
    • με συγχωράτε βέβαια ανίσως και τολμάω | πρώτη φορά τη γνώμη σας να μην αχολογάω (Markoras)
  • ⓓ be filled w., resound w.:
    • poem και του Προδρόμου κι η εκκλησιά, του Eβδόμου το παλάτι | πια δεν ηχολογούν ψαλμούς και αλαλασμούς δε στέλνουν (Palam)
  • ⑥ utter, pronounce, sound (near-syn λέω, προφέρω):
    • όταν ξυπνάς, στο αφτί σου έν' αντηχάει | μονάχο 'καλημέρα' ευλογημένο, | που η μάνα αγάλι αγάλ' ηχολογάει | στο παιδί της κοντά τ' αγαπημένο (Mavilis)
  • ⑦ make known, proclaim, resound (syn διαλαλώ):
    • poem τα παλληκάρια με φωνή ακοίμητη κι ωραία | ηχολογούσαν του έρωτος ή της αυγής τα κάλλη (Tertsetis) |
    • κι αν μεγαλώσατε σοφά, γοργά, | τη φήμη σας η γη αν ηχολογά (Palam)

[der of ηχολογώ (αχολογώ), cpd of ήχος (bes ηχός & αχός) & combin form -λογώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες