Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αχολογή
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αχολογή η [axolojí] Ο29 : (λογοτ., λαϊκότρ.) ο αχός.

[αχολογ(ώ) -ή (αναδρ. σχημ.)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αχολογή [axoloyí] η, (& αχολοή)
  • continuous confused or blurred sound, hubbub (syn αχολόγημα, αχολόι 2, βοή):
    • η ~ του ποταμιού |
    • έβανα το αφτί μου σ' ένα κοχύλι, για ν' ακούσω τη μακρινή ~ του ωκεανού (Ouranis) |
    • η βαθιά σιγή της ερημίας .. ήταν γεμάτη απ' την ~ του αέρα μέσα στο φαράγγι (id.) |
    • αν άκουες την αχολοή του όταν είχε ξυπνήσει, θα το 'παιρνες για στρατόπεδο ή παζάρι κι όχι για χωριό (Prevelakis)

[der of αχολογώ]

[Λεξικό Γεωργακά]
αχολόγημα [axolόyima] το, (also ηχολόγημα & αχολόημα) = αχολογή
:
  • το ~ των νερών |
  • ~ της πολιτείας |
  • έφτανεν ως τ' αφτιά τους το γιορτιάτικον ηχολόγημα (Palam) |
  • το ~ των κουδουνιών και τα βελάσματα .. δημιουργούν μια ατμόσφαιρα ειδυλλιακή (Varelas) |
  • δέχομαι .. το ασύλληπτο επίσης ~, που αφήνουν οι μέλισσες με τ' άλλα πλήθη των εντόμων (Fteris) |
  • ένοιωθα .. το βαθύ αχολόημα, που εκυριαρχούσε ανάμεσα σ' όλα (id.) |
  • βήματα κούφια ξυπνούσαν τ' αχολογήματα των γερασμένων μαρμάρων (Roussia)
  • [der of ηχολόγημα, this der of ηχολογώ; cf kath (neol:
    • Koumanoudis

[1871]) ηχολόγημα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες