Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αχνοκέρι
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αχνοκέρι [axnocéri] το, poet
  • candle giving off a dim light:
    • poem σαν αχνοκέρια τ' άστρα σβήστηκαν | στη μάνητα και στη φοβέρα (Malakasis) |
    • πώς κρατείς τα δυο σου αστέρια | σαν ολόσβηστα αχνοκέρια; (Petimezas-L)

[cpd w. κερί]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες