Παράλληλη αναζήτηση
| 65 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αχνο- [axno] 1st me of cpds
- ① not bright, faint, pale, e.g. αχνόασπρος, αχνόγραμμος, αχνοζωγραφισμένος, αχνόξανθος etc:
- αχνοδείλι, αχνόφωτο etc
- ② slight, soft, faint, weak, e.g. αχνογέλιο, αχνόζεστος etc:
- αχνογέρνω, αχνολαλώ etc
- ③ vague, indistinct, e.g. αχνοήσκιος, αχνοσάλεμα etc:
- αχνοκρύβομαι, αχνοπερνώ, αχνοπροβάλλω, αχνοφαίνομαι etc [fr adj αχνός2 or adv αχνά] S. further cpds w. αχνο- in following entries.
- ① not bright, faint, pale, e.g. αχνόασπρος, αχνόγραμμος, αχνοζωγραφισμένος, αχνόξανθος etc:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αχνοβλέπω [axnovlépo] ipf αχνόβλεπα, aor αχνόειδα
- see vaguely, dimly, or hazily, discern blearily:
- δε σταματά στην άρνησή του ..· θέλει ν' αχνοβλέπει μιαν ανάσταση (Chourmouzios) |
- τώρα αχνόβλεπα γη, εδώ μάντευα μια λεωφόρο, εκεί μια πλατεία (Karantonis) |
- κατάφερε .. να μισανοίξει τα μάτια της και να ρίξει τη ματιά της στ' αγαπημένο πρόσωπο· το αχνόειδε χλωμό κι ακίνητο (AAGeorgiadis-K)
[cpd of αχνο- & βλέπω]
- see vaguely, dimly, or hazily, discern blearily:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αχνογαλάζιος, -α, -ο [axnoγalázjos]
- pale blue (syn αχνογάλαζος, αχνογάλανος, near-syn ανοιχτογάλαζος):
- αχνογαλάζιες καταχνιές |
- λαδιά τα μάτια και αχνογαλάζια η θάλασσα, αντίθεσες που σε κάνουν να ριγάς (Papatsonis)
[cpd w. γαλάζιος]
- pale blue (syn αχνογάλαζος, αχνογάλανος, near-syn ανοιχτογάλαζος):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αχνογάλαζος, -η, -ο [axnoγálazos] s. αχνογαλάζιος
- :
- ~ καπνός, ουρανός |
- αχνογάλαζο πέλαγος |
- γυαλοκοπούσαν τα χιόνια αχνογάλαζα (Kazantz) |
- βουνά ξεχωρίζουν στο διάστημα τ' αχνογάλαζο (Panagiotop) |
- καθόταν .. σκυμμένος στις μεγάλες αχνογάλαζες κόλλες χαρτί (Petsalis) |
- ερχόταν τώρα σε μιαν αχνογάλαζη γραμμή το λιβάνι (Plaskovitis)
[cpd w. γαλάζος, this fr common ModG γαλάζιος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αχνογάλανο [axnoγálano] το,
- pale blue color (near-syn ανοιχτογάλαζο):
- τα χρώματα παίζουν από το σταχτί του βράχου ως το ~ του μακρινού βουνού (Terzakis)
[substantiv. n of αχνογάλανος]
- pale blue color (near-syn ανοιχτογάλαζο):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αχνογάλανος, -η, -ο [axnoγálanos]
- pale blue (syn in αχνογαλάζιος):
- ~ κάμπος, ουρανός |
- αχνογάλανη λίμνη |
- αχνογάλανο νερό |
- αχνογάλανα κύματα, μάτια |
- έπλεαν άλλος επάνω σε ρόδινο κι άλλος σ' αχνογάλανο σύννεφο (Papantoniou) |
- τ' αντιαεροπορικά φυτεύουνε στον ουρανό αχνογάλανα τόπια (LAkritas) |
- μια σκουρωπή λουρίδα μόλευε την αχνογάλανη έκταση της θάλασσας (Karagatsis)
[cpd w. γαλανός]
- pale blue (syn in αχνογαλάζιος):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αχνογέλιο [axnoyéljo] το,
- faint or feeble smile (syn αχνόγελο):
- poem και σμίγουν πόνος της σκλαβιάς κι ελπίδα της πατρίδας | μέσα στ' αναστενάσματα και μέσα στ' αχνογέλια (Palam) |
- .. ένα ~ ανθίζει | σαν ήλιου ανάριο αποβασίλεμα στα μαραμένα χείλη (Kazantz Od 5.618)
[cpd w. γέλιο; cf χαμογέλιο (bes χαμόγελο)]
- faint or feeble smile (syn αχνόγελο):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αχνόγελο [axnόyelo] το, s. αχνογέλιο
- :
- ανυπόμονα περιμένω κάθε νύχτα το πρώτο της ~ (Palam) |
- poem .. στα σπλάχνα του ανεβαίνουν | αϊτού φτερά και νύχια λιονταριού κι αχνόγελα γυναίκας (Kazantz Od. 9.454) |
- κάπου κρυώνει το ~ της γαλήνης, βαθύ (Geralis)
[cpd w. -γελο, der of γέλι (Spalas) / γέλια; cf κρυφόγελο, πικρό-, χαμό-, χασκόγελο etc]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αχνογελούσα [axnoyelúsa] η, adj
- smiling faintly (near-syn χαμογελούσα):
- poem να η εκκλησιά, πλουμίστε της τα πλάγια απάνου ως κάτω | με αχνογελούσες Παναγιές, με Παναγιές θλιμμένες (Palam) |
- ~ η λαμπαδόχυτη προβαίνει απ' το τσαντίρι (Kazantz Od 7.343)
[der of αχνόγελο or of αχνογελώ w. suff -ούσα; cf αγγελοβλεπούσα, μαυρομαλλούσα, χαμηλοβλεπούσα, χαμογελούσα etc]
- smiling faintly (near-syn χαμογελούσα):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αχνογελώ [axnojeló] & -άω Ρ10.4α : (λαϊκότρ., λογοτ.) χαμογελώ ελαφρά.
[αχν(ός) -ο- + γελώ]



