Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αχνίζω
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αχνίζω [axnízo] -ομαι Ρ2.1 : 1.βγάζω αχνούς: H κατσαρόλα άχνιζε πάνω στη φωτιά. Aχνίζει το νερό / το ζεστό αίμα. || Aχνίζει το ψωμί, είναι πολύ ζεστό. ΦΡ αχνίζει ακόμα το αίμα, ο φόνος είναι πολύ πρόσφατος. || Tο άλογο άχνιζε από τον ιδρώτα. 2α. (προφ.) για αχνούς που επικάθονται σε μία επιφάνεια: Tα τζάμια ήταν αχνισμένα. β. (μαγειρ.) μαγειρεύω κτ. στον αχνό, δηλαδή με ελάχιστο νερό και σε σιγανή φωτιά.

[< *αθνίζω < *αθμίζω < αρχ. ἀτμίζω (σύγκρ. αρχ. ἀτμός > αχνός)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αχνίζω1 [axnízo] ipf άχνιζα, aor άχνισα (subj αχνίσω)
  • Ⓐ intr
  • ① emit vapor, steam (syn ατμίζω 1):
    • αχνίζει το αίμα, το γάλα, ο καφές, η σούπα, το τσάι |
    • αχνίζει το ψωμί |
    • αχνίζει το καζάνι, η κατσαρόλα, το μπάνιο, το πιάτο |
    • αχνίζουν οι πατάτες |
    • αχνίζουν τα άλογα, τα βόδια |
    • αχνίζουν τα μαλλιά, οι μασχάλες |
    • αχνίζει η αμμουδιά, η άσφαλτος, η έρημος, ο κάμπος, το πέλαγος |
    • τέλεψε ο χορός, .. ήρθε και κάθισε κοντά μου αχνίζοντας (Kazantz) |
    • μόλις βγήκε από το σίδερο, αχνίζει ακόμα η ατλαζένια .. εσθήτα (Palaiologos) |
    • ανάβουν φωτιά για να στεγνώσουν και, καθώς κάθονται κοντά της, όλο αχνίζουν (ChZalokosts) |
    • poem βαρύς γροικιόταν βόγγος κι άχνιζε το πάτωμα απ' το γαίμα (Homer Od. 24.185 Kaz-Kakr) |
    • το μεσημέρι σταύρωνε, άχνιζαν οι στέγες στο λιοπύρι (Kazantz Od 13.590)
  • ⓐ rise in vapor, become steam, evaporate (syn εξατμίζομαι):
    • το νερό, καθώς πέφτει με βία στην άσφαλτο, ζεσταίνεται μονομιάς, αχνίζει (Venezis) |
    • σουβλίζει ο ήλιος, αχνίζει ο ιδρώτας (Palaiologos) |
    • το νερό άχνιζε στο καζάνι από το πρωί (Petsalis)
  • ⓑ be covered w. steam, be steamed up:
    • αχνίζουν τα τζάμια από τη ζέστη
  • ② emit smoke, smoke (syn καπνίζω):
    • αχνίζει το θυμιατήρι, το λιβανιστήρι |
    • αχνίζουν τα ερείπια |
    • αχνίζουν τα κεριά |
    • τα μαύρα σύννεφα .. έδιναν την εντύπωση καπνών, που άχνιζαν ακόμα (Ouranis) |
    • κρατούσε ακόμα στο χέρι το πιστολάκι, που άχνιζε (Panagiotop) |
    • poem .. στα μαλλιά της άχνιζαν τα καυτερά φιλιά (Metsolis)
  • ③ fig come forth like steam, rise, emanate (syn ατμίζω 1b):
    • αχνίζει η μυρωδιά της |
    • η σκόνη σηκωνόταν απ' τη γης, ωσάν ν' άχνιζε στο πέρασμά της (Petsalis) |
    • poem .. αχνίζει στεναγμός, | δάκρυ αναλιώνει (Velmyras) |
    • .. του μιλούν με μια ψιλή φωνή, που αχνίζει στον αιθέρα (Elytis) |
    • κόμπιαζε από χαρά η καρδιά του αυγερινού | πάνω από την ειρήνη, που άχνιζε | από τα περιβόλια (Leontaris)
  • ④ fig be active or turbulent, bubble, boil:
    • κατάφερε να μη μυριστεί καθόλου το μεγάλο κίνημα, που 'βραζε κι άχνιζε κάτω από τα ρουθούνια του (Melas) |
    • το στάδιο κόχλαζε και άχνιζε με τρομαχτική βουή (MNikolaidis)
  • ⓒ be fresh or recent:
    • είναι .. ικανά να μας βάλουν αντιμέτωπους σ' αυτή την πραγματικότητα, που ακόμη αχνίζει (Chatzinis) |
    • αχνίζει ακόμα το ηρωικό αίμα, που εχύθηκε για την ελευθερία μας (Theodorakop)
  • Ⓑ trans
  • ⑤ cause to steam:
    • poem του ηλιογερμού την ώρα, | που αχνίζει τα πυρφόρα, | σύγνεφα ουράνια κλ (Palam)
  • ⑥ expose to steam, cook by steam, steam:
    • ~ μύδια
  • ⓓ blow steaming breath upon, warm w. one's breath:
    • γλείφανε το σπαργανούδι στο παχνί και το αχνίζανε, που τουρτούριζε από το κρύο (Prevelakis) |
    • poem η ζεστασιά της γλώσσας τους αχνίζει την καρδιά μας (Ritsos)
  • ⑦ send forth (as steam), give off, emit (syn αναδίνω A2, αναπέμπω 2, αποπνέω 1, ατμίζω 2):
    • το λιοπύρι βράζει και αχνίζουν διάφανον αχνό οι πυρωμένες πέτρες (IDragoumis) |
    • το παλάτι των Aτρειδών .. αχνίζει αίμα και θανάτο (Theotokas) |
    • τα μαλλιά της πέφτανε κι άχνιζαν κίτρινο φως (Sevastakis) |
    • καμπούρες κι άλλες καμπούρες άχνιζαν κίτρινη σκόνη κατά το κέφι του αγέρα (Tsirkas)
  • ⓔ fig cause to emanate, exude, reek of (syn αναδίνω A2b, αποπνέω 2):
    • όλες του οι κινήσεις άχνιζαν υγεία και δύναμη (Terzakis) |
    • poem το κενό μυρίζει καλοκαίρι, | τα βουνά αχνίζουν στοργή (Vrettakos) |
    • ωραία γερά παιδιά, που αχνίζουν καλοσύνη (Elytis)

[fr postmed (Somavera) αχνίζω ← dial αφνίζω (Thrace, Capp, Pont; and in many places καταφνιά) ← dial αθνίζου (θνίζω, αθινίζω; cf Prodr. 3.176:g υπερανθίζον ← C υπεραθμίζον ← SA υπερατμίζον); fr postmed (Somavera) αθνίζω ← AG (+) ἀτμίζω]

[Λεξικό Γεωργακά]
αχνίζω2 [axnízo] ipf άχνιζα, aor άχνισα
  • lose one's color, be or become pale, blanch (syn χλωμιάζω):
    • αχνίζουν τα αστέρια |
    • άχνισε από ζήλεια, από φόβο |
    • σε βλέπω και αχνίζεις εις τ' όνομά του (Solom) |
    • έπεφτε θαμπό φως .. και μονάχα αχνίζανε βαθύτερα τα ησκιωμένα πρόσωπά τους (Pasagiannis) |
    • κι οι πιο γκαρδιωμένοι αχνίζανε μ' ετούτον το λογισμό (Vlami) |
    • poem πάει αχνίζοντας τ' ωραίον φεγγάρι, | οπού μ' έδειχνε τ' αγνό πρόσωπό σου (Xydias) |
    • .. η κόρη | σα φύλλο καλαμιού τρέμει κι αχνίζει (Markoras) |
    • αχνίζει στ' ακρουράνια η πούλια, | τρέμουν τ' αστέρια να σβηστούν (Skipis)

[der of αχνός2 w. suff -ίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες