Παράλληλη αναζήτηση
| 3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αχνάδα η [axnáδa] Ο25α : (λογοτ.) αχνός, ατμός.
[αχν(ός) -άδα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αχνάδα1 [axná∂a] η,
- ① heat, dust, smoke, or fine water particles reducing air transparency or visibility, haze, mist (syn in αχλύς 1):
- κόκκινη, μουντή ~ |
- ~ της βροχής, της γης, του καπνού, της λίμνης, του ορίζοντα |
- διαλύεται η ~ |
- κάποια φωτάκια μόνο κεντούνε την ~ και τρεμοσβήνουν (KPolitis) |
- έξω από τα σπίτια παραμόνευε μια χλιαρή ~, τρύπωνε μέσα μόλις άνοιγε η πόρτα (id.) |
- το χαμηλό τούτο βουνάκι .. άσπριζε σα γάλα μέσα στην ~ του πρωινού (Lazaridis)
- ② fig sth obscuring or hiding objects or ideas, blur, haze, mist (syn in αχλύς 2):
- είδα τη M. σα μέσα σ' όνειρο, σε μια θολούρα και μιαν ~ ονείρου, να πέφτει κατάχαμα (Panagiotop) |
- οι συναντήσεις .. περιβάλλονται με την ~ του θρύλου και του μύθου (Vacalop)
[der of αχνός1 w. suff -άδα1]
- ① heat, dust, smoke, or fine water particles reducing air transparency or visibility, haze, mist (syn in αχλύς 1):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αχνάδα2 [axná∂a] η,
- ① paleness, pallor (syn χλωμάδα, ωχρότητα):
- η ~ του πεθαμένου |
- δεν είχες κανένα ίχνος στην όψη σου από το πικρό άγγισμα της [αρρώστιας], εκτός από μιαν λεπτότατη ~ (Palam) |
- η κάψα διαμάντωσε το πρόσωπό του κι άπλωνε κεχριμπαρένια ~ στο λαχταριστό του λαιμό (Malamou) |
- poem το πεύκο νείρεται σκυφτό στην πράσινή του ~ (Golfis)
- ② pale or dim light (syn αχνόφεγγο 1, αχνόφωτο):
- poem όταν στέλνει μίαν ~ | μισοφέγγαρο χλωμό (Solom) |
- [εσέ ζητώ] στην μυστικήν ~ | του έρμου φεγγαριού (Typaldos)
[der of αχνός2 w. suff -άδα1]
- ① paleness, pallor (syn χλωμάδα, ωχρότητα):



