Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αχμάκης
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αχμάκης ο [axmákis] Ο11 θηλ. αχμάκισσα [axmákisa] Ο27 : (λαϊκότρ.) για άνθρωπο αφελή, απλοϊκό: Tην έπαθε σαν ~. || για άνθρωπο νωθρό.

[τουρκ. ahmak -ης· αχμάκ(ης) -ισσα]

[Λεξικό Γεωργακά]
αχμάκης [axmácis] ο, αχμάκισσα [axmácisa] η,
  • deficient in understanding or intellect, stupid, thickheaded (syn βλάκας, κουτός, χαζός):
    • 'ε, μωρέ αχμάκη,' του λέει ο Xότζας 'τίποτα δε νοιώθεις' (Papatsonis) |
    • poem .. μυαλό | που το 'χω, να το πάρουν οι διαβόλοι, | τώρα καλά με λένε | κι αχμάκη και τρελό (Malakasis)

[fr Turk ahmak 'id.']

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες