Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αχλύς
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αχλύς [axlís] η, (L) (& D αχλύ, sp. also αχλή)
  • ① heat, dust, smoke, or fine water particles reducing air transparency and visibility, haze, mist (syn άχνα 2a, αχνάδα1 1, άχνη 2a, αχνιά 1, αχνός1 2a, καταχνιά):
    • αχλύ αχνογάλαζη, διάφανη, λεπτή, φωτερή |
    • ~ της ζέστης, της μάχης, του σεληνόφωτου, της συννεφιάς, του χειμώνα |
    • στο βάθος ανηφόριζε η πολιτεία τυλιγμένη σε μιαν ~ από σκόνη (Petsalis) |
    • το φανάρι του δρόμου βάζει μια θαμπόλευκη ~ πίσω από τα κλωνιά (KPolitis) |
    • μια ξαφνική ~ έπεσε την ώρα της μάχης, που σκοτείνιασε ο τόπος (Dizikirikis) |
    • όταν σουρουπώνει, μια ~ δίνει στην τοποθεσία ιδιαίτερη μεγαλοπρέπεια (Varelas)
  • ② fig sth obscuring or hiding objects or ideas, blur, haze, mist (syn άχνα 2b, αχνάδα1 2, άχνη 2b):
    • αχλύ της μνήμης, του μυστηρίου, του ονείρου, του χρόνου |
    • ~ των προκαταλήψεων |
    • απογυμνώνει τα αντικείμενα από την αχλύ της μαγείας (Thrylos) |
    • οι ξένες πολιτείες αφήνουν στη μνήμη μας μιαν αχλύ παραμυθιού (Chatzinis) |
    • η αρχή της λατρείας χάνεται στην αχλύ της προϊστορίας (Dakaris)

[fr kath αχλύς 'mist etc' ← LK, AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες