Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αχλή
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αχλή η [axlí] Ο29 : αραιή ομίχλη που καλύπτει την ατμόσφαιρα· καταχνιά. || (μτφ.): Mέσα από την ~ των αιώνων.

[λόγ. < αρχ. ἀχλ(ύς) μεταπλ. κατά τα άλλα θηλ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αχλή s. αχλύς.
< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go