Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αχινιός
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αχινιός [açinjós] ο,
  • ① zoo sea urchin (syn αχινός)
  • ② fig pubic hair, pubes, short hairs (syn L εφηβαίο, ήβη)

[fr postmed αχινιός ← MG αχιναίος (so in IonIsl, Pelop etc, αχιναίο Tsakonia), der of K, AG ἐχῖνος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες