Παράλληλη αναζήτηση
| 4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αχειροποίητος, επίθ.
-
- Που δεν τον κατασκεύασε χέρι ανθρώπου:
- αχειροποίητα αγάλματα Κυρίου (Αχιλλ. N 794)·
- (προκ. για εικόνα και συνεκδ. για ναό):
- του κλήρου της Αχειροποιήτου (Notizb. 10).
[μτγν. επίθ. αχειροποίητος. Η λ. και σήμ.]
- Που δεν τον κατασκεύασε χέρι ανθρώπου:
[Λεξικό Γεωργακά]
- Αχειροποίητος [açiropíitos] η, (L) (& Aχεροποίητος)
[substantiv. f of αχειροποίητος (sc εικών) fr an icon of the Virgin Mary believed to have been painted not by human hands]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αχειροποίητος -η / -ος -ο [axiropíitos] Ε17 : για τον οποίο πιστεύουν ότι δεν κατασκευάστηκε από χέρι ανθρώπου αλλά από θεία δύναμη: Aχειροποίητη εικόνα.
[λόγ. < ελνστ. ἀχειροποίητος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αχειροποίητος, -η (& L -ος), -ο [açiropíitos] (L)
- not made by human (but by divine) hands (syn αχεροκάμωτος, ant χειροποίητος):
- τα είδωλα, οι εικόνες .. κατά την πίστη των χριστιανών ήταν αχειροποίητα (Theodorakop) |
- η δύναμη και η σοφία του θεού .. [είναι] αχειροποίητη από τη φύση της (Tatakis) |
- μεταξύ των κειμηλίων βρίσκεται η ~ εικόνα του Aγίου Γεωργίου (Varelas) |
- poem κι ο θείος ήλιος το χρώμα της, που κάθε νου σαλεύει, | πορφύρ' αχειροποίητη φορεί κλ (Palam) |
- εικόν' αχειροποίητη που στην καρδιά μου σ' είχα (Papadiamantis)
[fr kath αχειροποίητος ← postmed, MG ← PatrG, LK, cpd w. χειροποίητος, this cpd of χείρ & ποιητός (: ποιῶ)]
- not made by human (but by divine) hands (syn αχεροκάμωτος, ant χειροποίητος):



