Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αχαχούχα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αχαχούχα [axaxúxa] επιφ. : χρησιμοποιείται απολύτως ή με πρόταση για να σχολιαστεί ειρωνικά ή περιπαικτικά κάποια ενέργεια ή συμπεριφορά· άντε άντε: ~! πήραν τα μυαλά του αέρα. ~! δεν ξέρει τι λέει αυτός· είναι τελείως άσχετος.

[ηχομιμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αχαχούχα [axaxúxa] excl, used to express derision,
  • haha (syn in αχά2):
    • ύστερα έβαλε ξαφνικά τα γέλια 'σοβαρά μλάς; ..~ ' (Terzakis) |
    • ~! καλά, μωρέ, σας λένε διανοούμενους! (Tsirkas) |
    • αμ' τι νομίζεις, πως θα μπορέσουμε να ξαναζήσουμε με τις παλιές μας δουλειές; αχαχούχααα (ADoxas)

[onomatopoetic]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες