Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αχανές
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αχανές [axanés] το, gen αχανούς (L)
  • ① boundless or open space, infinite expanse (syn άπειρο 3b, άχανο 1, near-syn απεραντοσύνη 1b):
    • να επισκεφτεί μια μέρα κόσμους, που ως σήμερα δεν είναι γι' αυτόν παρά φωτεινά στίγματα μέσα στο ~! (Ouranis) |
    • ρίχνω μια ματιά επάνω .. σ' ένα τοπίο ή και στο ~ (Kanellop) |
    • τεντώνουν τα φτερά της τόλμης τους, για να πετάξουν προς το ~ (Athanasiadis-N) |
    • η επίπεδη οροφή και οι ορθογώνιοι χώροι .. δεν δίνουν ούτε την εντύπωση του αχανούς ούτε της φυλακής (Michelis) |
    • poem όσα στων θαλασσών τα βάθη | αναπαύονται | κι όσα στ' αχανή μού διαφεύγουν (Vrettakos)
  • ② = αχάνεια:
    • το ~ της αιωνιότητας, του ουρανού, της πόλης |
    • βλέπει πολύ μακρύτερα, στο ~ των καιρών (Chourmouzios)

[fr kath το αχανές ← K, AG, (Aristotle), substantiv. n of αχανής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες