Combined Search
| 9 items total [1 - 9] | << First < Previous Next > Last >> |
- αχαμνά τα [axamná] Ο38 : (λαϊκότρ.) οι όρχεις, κυρίως του ανθρώπου: Έφαγε μια κλοτσιά στα ~ και λιποθύμησε.
[ουσιαστικοπ. ουδ. πληθ. του επιθ. αχαμνός]
- αχαμνά, επίρρ.
-
- 1) Xωρίς ένταση, ασθενικά:
- τόξευσέ το, αλλ’ αχαμνά (Λίβ. P 1201).
- 2) Xαλαρά:
- αχαμνά ζωσμένον (Διγ. Esc. 740).
- 3) Φρ. ευρίσκομαι αχαμνά = είμαι άρρωστος:
- (Διαθ. Hγουμ. Mακαρίας 164).
[<επίθ. αχαμνός. H λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- 1) Xωρίς ένταση, ασθενικά:
- αχαμνά1 [axamná] adv
- ① not tightly, loosely (syn χαλαρά, ant γερά, σφιχτά):
- έδεσε το σκοινί ~
- ② in bad shape, in poor health, unwell, poorly (syn άσχημα 2c, ant καλά):
- καλά τον ηύρες ή ~; (Makryg)
- ③ in a wrong manner, wrongly, improperly, incorrectly (syn ανάποδα 4b, άσχημα 4, στραβά, ant σωστά):
- χωρίς τη διάθεση που στα σπλάχνα της η μουσική γεννούσε, θα παιρνε ~ το λόγο, που ξέφυγε άξαφνα του Aντρέα (Psichari)
- ④ distressingly, disagreeably, unpleasantly, badly (near-syn βαριά, δυσάρεστα, στραβά):
- folks. τα βιλαέτια τ' άκουσαν, πολλ' ~ τούς ήρθε (Passow)
[fr postmed (Somavera), MG (Digenis, ed. Trapp, Esc. 740+) αχαμνά, der of αχαμνός]
- ① not tightly, loosely (syn χαλαρά, ant γερά, σφιχτά):
- αχαμνά2 [axamná] τα,
- ① (male) genitals, private parts, groin, crotch, scrotum (syn μαλακά, L βουβώνας, syn phr L βουβωνική χώρα):
- ξύνει τ' ~ του |
- τον κλότσησε στ' ~ |
- το νερό τού έφτανε μέχρι τ' ~ |
- τρεις σφαίρες τον είχαν χτυπήσει, μια στο κεφάλι, μια στο στομάχι και μια στ' ~ (Karagatsis) |
- περπατούσε μ' ανοιχτά τα σκέλια, θα τον είχανε χτυπήσει στ' ~ (Kasdaglis) |
- προσπαθούσε να φτιάξει τα παντελόνια της πιτζάμας του· ήταν ανοιχτά μπροστά και φαινόντουσαν τ' ~ του (Tachtsis) |
- poem και τ' ~ του ξεριζώνοντας στους σκύλους τα πέταξαν (Homer Od 22.477 Kaz-Kakr) |
- να ζώνουν με παχιά δεντρόφυλλα τα μαλλιαρά ~ τους (Kazantz Od 20.237)
- ② specif testicles (syn in αρχίδι, L οι όρχεις):
- τον καιρό που γω αρμένιζα τα πέλαγα, εσείς δεν ήσαστε μουδέ στ' σπόρος ~ του πατέρα σας (Karkavitsas)
[substantiv. n of αχαμνός]
- ① (male) genitals, private parts, groin, crotch, scrotum (syn μαλακά, L βουβώνας, syn phr L βουβωνική χώρα):
- αχαμνάδα η [axamnáδa] Ο25α : (λαϊκότρ.) η ιδιότητα του αχαμνού.
[αχαμν(ός) -άδα]
- αχαμνάδα [axamná∂a] η,
- ① thinness, leanness (syn ασαρκία L, αχάμνια 1, L ισχνότητα)
- ② weakness, feebleness, frailness, infirmity (syn αδυναμία 2, ατονία 1, αχάμνια 2, near-syn ασθενικότητα):
- από την ~ δεν μπορεί να σταθεί στα πόδια του
[fr postmed (Somavera) αχαμνάδα, der of αχαμνός w. suff -άδα; cf ζαλάδα, νοστιμάδα, ομορφάδα, φρονιμάδα etc]
- αχαμναίνω [axamnéno] Ρ7.4α : (λογοτ., λαϊκότρ.) γίνομαι αχαμνός: Aχάμνυνε από τη νηστεία / την αρρώστια. Kόπηκε το γάλα της προβατίνας κι αχάμνυνε το αρνί.
[αχαμν(ός) -αίνω (πρβ. μσν. αχαμνίζω)]
- αχαμναίνω [axamnéno] (& αχαμνύνω) ipf αχάμναινα (& αχάμνυνα), aor αχάμνυνα (subj αχαμνύνω), pf & plupf έχω-είχα αχαμνύνει
- ① intr become lean or emaciated, grow thin (syn αδυνατίζω B1b, αχαμνίζω, λιγνεύω):
- αχάμνυνε το κορμί του |
- αχάμνυναν τα γόνατά του |
- αχάμνυνε, αδυνάτιζε, σούρωνε μέρα με τη μέρα (Myriv) |
- κοίταξε πρόσωπο που αχάμνυνε, που ξεράθηκε (Pasagiannis) |
- απ' την πολλή δουλειά είχε κόψει, είχε αχαμνύνει λίγο (Athanas)
- ② trans, fig weaken, enfeeble, debilitate (syn αδυνατίζω A2, αποδυναμώνω 2, ατονίζω 2, εξασθενίζω):
- καμιά νοσταλγία δεν αχάμναινε την ψυχή μου (Kazantz) |
- η τεχνολογία του καιρού .. πολύ αχαμναίνει τον μέσα άνθρωπο (Zappas)
- ⓐ make less harsh or violent, soften, appease (syn μαλακώνω):
- poem .. τη φριχτή του χαλασμού στιγμή τα δυο παιδιά προβάλαν | να του αχαμνύνουν την καρδιά με το γλυκό χαμόγελό τους (Kazantz Od 7.1159]
[fr postmed (Vlachos, Somavera) αχαμνένω / αχαμνύνω, aor αχάμνυνα, der of αχαμνός]
- ① intr become lean or emaciated, grow thin (syn αδυνατίζω B1b, αχαμνίζω, λιγνεύω):
- αχαμνάκι, επίθ. ουδ.
-
- Tρυφερός:
- τ’ αχαμνάκια των κοπελιών τα στήθη (Πιστ. βοσκ. II 1, 121).
[<επίθ. αχαμνός + κατάλ. ‑άκι. Πβ. ουσ. ‑άκι στο IΛ]
- Tρυφερός:



